φαινόλη

φαινόλη
(I)
και δωρ. τ. φαινόλα και φαίνουλα και παίνουλα και πένουλα, ἡ, Α
ο φαινόλης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαινόλης (), κατά τα θηλ. Οι τ. φαίνουλα, παίνουλα, πένουλα έχουν σχηματιστεί κατ' επίδραση τού λατ. paenula (< φαινόλης*)].
————————
(II)
η, Ν
χημ.
1. μονοκυκλική οργανική ένωση, υδροξυλιωμένο παράγωγο τού βενζολίου, γνωστή και με τις ονομασίες φαινικό οξύ και υδροξυβενζόλιο, το πρώτο και απλούστερο μέλος τής ευρείας οικογένειας τών φαινολών
2. στον πληθ. οι φαινόλες·οικογένεια κυκλικών οργανικών ενώσεων τής αρωματικής σειράς, τα μόρια τών οποίων περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες ομάδες υδροξυλίου απευθείας ενωμένες με έναν αρωματικό δακτύλιο
3. φρ. «ρητίνη φαινόλης-φορμαλδεΰδης»
(χημ.-τεχνολ.) κατηγορία συνθετικών ρητινών που προέρχονται από τη συμπύκνωση φαινόλης και φορμαλδεΰδης και βρίσκουν σημαντικές εφαρμογές ως ηλεκτρομονωτικά υλικά για την κατασκευή χυτών αντικειμένων, ως μέσα συγκολλήσεων και επικαλύψεων κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenol < phen (< φαίνω) + κατάλ. -ol τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαινόλῃ — φαινόλη paenula fem dat sg (attic epic ionic) φαινόλης paenula masc dat sg (attic epic ionic) φαινόληι , φαινόλις light bringing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαινόλη — η (χημ.), αρκετά δηλητηριώδες συστατικό του βαρίου λαδιού της λιθανθρακόπισσας, που χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό και είναι χρήσιμο στην κατασκευή διάφορων χρωστικών, πλαστικών υλών και φαρμάκων, φαινέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαινόληι — φαινόλῃ , φαινόλη paenula fem dat sg (attic epic ionic) φαινόλῃ , φαινόλης paenula masc dat sg (attic epic ionic) φαινόλις light bringing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβακρόλη — Φαινόλη, ισομερής προς τη θυμόλη, του τύπου C10H13OH. Αποτελεί το κύριο συστατικό ορισμένων αιθέριων ελαίων, όπως το θυμέλαιο, το ριγανέλαιο κ.ά. Είναι άχρωμο, παχύρρευστο υγρό, με σημείο τήξης 0,5°C και σημείο βρασμού περίπου 240°C. Σχηματίζεται …   Dictionary of Greek

  • φαινόλαις — φαινόλη paenula fem dat pl φαινόλης paenula masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαινόλην — φαινόλη paenula fem acc sg (attic epic ionic) φαινόλης paenula masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαινόλης — φαινόλη paenula fem gen sg (attic epic ionic) φαινόλης paenula masc nom sg φαινόλις light bringing fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαινολικός — ή, ό, Ν [φαινόλη (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαινόλη (Ι) 2. ονομασία τών ενώσεων που προέρχονται από την φαινόλη (Ι) …   Dictionary of Greek

  • ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… …   Dictionary of Greek

  • νάιλον — Η γνωστότερη και πιο διαδεδομένη συνθετική ίνα. Ανήκει στην κατηγορία των πολυαμιδικών ινών, οι οποίες ονομάζονται έτσι γιατί στη σύστασή τους μετέχουν αμιδικές ομάδες NH CO . To ν. ανακαλύφθηκε χάρη στις μελέτες του Αμερικανού χημικού Κεράδερς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”